- αλληλοδαρμός
- οτο να δέρνει ο ένας τον άλλο, ο αμοιβαίος ξυλοδαρμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο-* + δαρμός (< δέρω «δέρνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… … Dictionary of Greek
αλληλοσκοτωμός — ο [αλληλοσκοτώνομαι] αμοιβαίος φόνος, αλληλοδαρμός, άγρια σύγκρουση (για άτομα ή ομάδες) … Dictionary of Greek